Κωνσταντινούπολη

Κωνσταντινούπολη
Κωνσταντινούπολη η
Константинополь (по-турецки Стамбул) – большой город и важнейший порт Турции, протянувшийся по обоим берегам Боспорского пролива. Бывшая столица Византийской империи и впоследствии Оттоманской империи. В Константинополе находится кафедра Вселенского патриарха. Патриаршая резиденция располагается в районе «Фанар».

Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "Κωνσταντινούπολη" в других словарях:

  • Κωνσταντινούπολη — (τουρκ. Istanbul). Πόλη (8.831.805 κάτ. το 2000) της ευρωπαϊκής Τουρκίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (5.220 τ. χλμ., 10.018.735 κάτ.). Είναι χτισμένη στις δύο πλευρές του Κεράτιου κόλπου (τουρκ. Halic) στο στόμιο του Βοσπόρου (τουρκ.… …   Dictionary of Greek

  • Βερώνη-Γεννάδη, Αικατερίνη — (Κωνσταντινούπολη 1870 – Αθήνα 1955). Ηθοποιός του θεάτρου. Άρχισε τη θεατρική της σταδιοδρομία σε νεαρή ηλικία, παίζοντας στην Κωνσταντινούπολη διάφορους ρόλους μαζί με τα αδέλφια της Θεμιστοκλή, Δημήτριο και Σμαράγδα. Το 1885 εμφανίστηκε για… …   Dictionary of Greek

  • Αργυρόπουλος, Ιάκωβος — (Κωνσταντινούπολη 1774 – Αθήνα 1850). Λόγιος, διπλωμάτης και δραγουμάνος του τουρκικού στόλου. Γνώριζε πολλές ξένες γλώσσες μεταξύ των οποίων την αραβική, την περσική και την τουρκική. Διετέλεσε γραμματέας του οικουμενικού πατριαρχείου. Μετά τον… …   Dictionary of Greek

  • Βασιλειάδης, Νικόλαος — (Κωνσταντινούπολη 1867 – 1945). Γιατρός και συγγραφέας. Σπούδασε αρχικά στην Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης και στη συνέχεια στην ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Αφού μετεκπαιδεύτηκε στη Γερμανία, εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου… …   Dictionary of Greek

  • Ευγενικός, Μάρκος — (Κωνσταντινούπολη 1393 – 1445). Μητροπολίτης Εφέσου (1437 45). Μετά τις σπουδές του δίπλα σε επιφανείς δασκάλους (Γεώργιο Γεμιστό, Ιωάννη Χορτασμένο κ.ά.) έγινε μοναχός στη μονή του Αγίου Γεωργίου των Μαγγάνων και επιδόθηκε σε θεολογικές μελέτες …   Dictionary of Greek

  • Κυριακίδης, Επαμεινώνδας — (Κωνσταντινούπολη 1861 – 1939). Δημοσιογράφος και συγγραφέας. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και παράλληλα ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία. Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του επέστρεψε στη γενέτειρά του Κωνσταντινούπολη. Αρχικά διετέλεσε …   Dictionary of Greek

  • Αγαλλιανός — (; – Κωνσταντινούπολη 727).Βυζαντινός αξιωματούχος, στρατιωτικός διοικητής της Τούρμας των Ελλαδικών (τουρμάρχης) κατά τη βασιλεία του Λέοντα Γ’ του Ίσαυρου. Όταν ο Λέων Γ’κατάργησε τις εικόνες, οι κάτοικοι του Θέματος της Ελλάδας επαναστάτησαν.… …   Dictionary of Greek

  • Βεγλερής, Γεώργιος — (Κωνσταντινούπολη 1850 – 1923). Λόγιος και συγγραφέας. Έγραψε πολλά έργα, στα ρωσικά και στα ελληνικά, από τα οποία τα πιο γνωστά είναι τρεις μελέτες που τιτλοφορούνται Πορφυρός Κώδιξ, Περί του μολυβδοβούλλου Δαυίδ του Κομνηνού της Τραπεζούντος… …   Dictionary of Greek

  • Βεγλερής, Γρηγόριος — (Κωνσταντινούπολη 1862 – 1948). Τελευταίος ηγεμόνας της Σάμου, επί Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Σπούδασε στην Ευρώπη. Διετέλεσε διοικητικός υπάλληλος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και μουτεσαρίφης (έπαρχος) Μερσίνας. Τον Μάρτιο του 1912 πήγε στη Σάμο …   Dictionary of Greek

  • Βιζουκίδης, Περικλής — (Κωνσταντινούπολη 1879 – 1956).Νομομαθής και συγγραφέας. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη αλλά καταγόταν από την Ήπειρο. Διετέλεσε καθηγητής του αστικού δικαίου στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (1928). Ο Β. ερεύνησε την εξέλιξη του… …   Dictionary of Greek

  • Βουτυράς, Δημοσθένης — (Κωνσταντινούπολη 1871 – Αθήνα 1958). Διηγηματογράφος, από τους σημαντικότερους της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Οι γονείς του κατάγονταν από την Κέα· βρέθηκαν για λίγο στην Κωνσταντινούπολη, όπου γεννήθηκε και ο συγγραφέας, και μετά γύρισαν στην… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»